- οἶμος
- οἶμοςwaymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οίμος — οἶμος, ὁ και ἡ και οἷμος, ὁ (Α) 1. δρόμος, οδός, ατραπός («τὸν αὐτὸν οἶμον... πορευόμενοι», Πλάτ.) 2. λωρίδα, γραμμή («δέκα οἴμοι ἔσαν μέλανος κυάνιο, δώδεκα δὲ χρυσοῑο καὶ εἴκοσι κασσιτέροιο», Ομ. Ιλ.) 3. μέρος χώρας, λωρίδα γης, χώρα 4. μτφ.… … Dictionary of Greek
οἷμος — way fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἵμοις — οἷμος way fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἵμου — οἷμος way fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἵμους — οἷμος way fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἶμοι — οἶμος way masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἶμον — οἶμος way masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἷμον — οἷμος way fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίμη — οἴμη, ἡ (Α) 1. άσμα, τραγούδι, ωδή («οἴμας Μοῡσ ἐδίδαξε», Ομ. Οδ.) 2. η ικανότητα να τραγουδά κάποιος («θεὸς δὲ μοι ἐν φρεσὶν οἴμας παντοίας ἐνέφυσεν», Ομ. Οδ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «οἴμη λόγος, ἱστορία». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη,… … Dictionary of Greek
προοίμιο — το / προοίμιον, ΝΜΑ, και αττ. τ. φροίμιον Α 1. εισαγωγικό μέλος σε ευρύτερη μουσική σύνθεση, προανάκρουσμα (α. «ἁγησιχόρων... προοιμίων ἀμβολάς», Πίνδ. β. «... ἐν τοῑς ἔπεσι τοῑσδε, ἅ ἐστιν ἐκ προοιμίου Ἀπόλλωνος», Θουκ.) 2. πρόλογος, εισαγωγή (« … Dictionary of Greek